- γεωδαισιακός
- η , ό[ν] геодезический; землемерный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεωδαισιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωδαισία … Dictionary of Greek